τουρτουριάρης, -α, -ικο

τουρτουριάρης, -α, -ικο
τρεμουλιάρης από κρύο ή φόβο ή πυρετό: Τουρτουριάρης γέρος στο χιόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τουρτουριάρης — α, ικο, Ν αυτός που τουρτουρίζει, που τρέμει από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρτούρα / τούρτουρο + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, κρυουλ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”